-
1 κατάρρυτος
κατάρρῠτος, ον,A irrigated, watered, ;νάπη Χιόνι κατάρυτα Id.Tr. 1067
(lyr.), cf. Andr. 215; γῆ ἔνδροσός τε καὶ κ. Ael. NA10.37;λίμνη κ. αἵματι LXX 2 Ma.12.16
; ὄρος κ. channelled by streams, OGI199.12 ([place name] Adule).II carried down by water, alluvial, of the Delta, Hdt.2.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάρρυτος
См. также в других словарях:
κατάρρυτος — η, ο (Α κατάρρυτος, και κατάρυτος, ον) αυτός που διαρρέεται από πολλά νερά, αυτός που ποτίζεται άφθονα (α. «κατάρρυτος αγρός» β. «γῆ ἔνδροσός τε καὶ κατάρρυτος», Αιλ.) αρχ. 1. αυτός που ρέει προς τα κάτω 2. αυτός που έχει κατακλυστεί από νερά 3.… … Dictionary of Greek